- σκανδάληθρο
- το / σκανδάληθρον, ΝΑεπικαμπές τεμάχιο ξύλου στις παγίδες, όπου τοποθετείται το δόλωμα και το οποίο, καθώς τό ακουμπά το ζώο, αναπηδά κλείνοντας την παγίδα, το ρόπτροαρχ.φρ. «σκανδάληθρ' ἱστὰς ἐπῶν»μτφ. στήνοντας παγίδες λόγων, δηλαδή προφέροντας λόγια τα οποία αρπάζει ο αντίπαλος και από τα οποία, τελικά, ηττάται (Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον / σκανδάλη + επίθημα -ηθρον (πρβλ. έλκ-ηθρον, στέργ-ηθρον)].
Dictionary of Greek. 2013.